Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


endìadi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [enˈdiadi]

σύνθετη λέξη με σύνδεση του και


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  endemico endice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

endecasillabo (ουσ αρσ )
endecasillabo (επίθ.)
endemia (θηλ.ουσ)
endemicità (θηλ.ουσ)
endemico (επίθ.)
endiadi (θηλ.ουσ)
endice (ουσ αρσ )
endocardico (επίθ.)
endocardio (ουσ αρσ )
endocardite (θηλ.ουσ)
endocarpo (ουσ αρσ )
endocellulare (επίθ.)
endocranico (επίθ.)
endocranio (ουσ αρσ )
endocrino (επίθ.)
endocrinologia (θηλ.ουσ)
endocrinologo (ουσ αρσ )
endoderma (ουσ αρσ )
endogamia (θηλ.ουσ)
endogamo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---