Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


éndice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈendiʧe]

1 φώλος
2 φώλι
3 φωλίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  endiadi endocardico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

endecasillabo (επίθ.)
endemia (θηλ.ουσ)
endemicità (θηλ.ουσ)
endemico (επίθ.)
endiadi (θηλ.ουσ)
endice (ουσ αρσ )
endocardico (επίθ.)
endocardio (ουσ αρσ )
endocardite (θηλ.ουσ)
endocarpo (ουσ αρσ )
endocellulare (επίθ.)
endocranico (επίθ.)
endocranio (ουσ αρσ )
endocrino (επίθ.)
endocrinologia (θηλ.ουσ)
endocrinologo (ουσ αρσ )
endoderma (ουσ αρσ )
endogamia (θηλ.ουσ)
endogamo (επίθ.)
endogenesi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---