Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


endocellulàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [endoʧelluˈlare]

ενδοκυτταρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  endocarpo endocranico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

endice (ουσ αρσ )
endocardico (επίθ.)
endocardio (ουσ αρσ )
endocardite (θηλ.ουσ)
endocarpo (ουσ αρσ )
endocellulare (επίθ.)
endocranico (επίθ.)
endocranio (ουσ αρσ )
endocrino (επίθ.)
endocrinologia (θηλ.ουσ)
endocrinologo (ουσ αρσ )
endoderma (ουσ αρσ )
endogamia (θηλ.ουσ)
endogamo (επίθ.)
endogenesi (θηλ.ουσ)
endogeno (επίθ.)
endolinfa (θηλ.ουσ)
endometrio (ουσ αρσ )
endometrite (θηλ.ουσ)
endomorfismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---