Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


endometrìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [endomeˈtrite]

ενδομητρήτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  endometrio endomorfismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

endogamo (επίθ.)
endogenesi (θηλ.ουσ)
endogeno (επίθ.)
endolinfa (θηλ.ουσ)
endometrio (ουσ αρσ )
endometrite (θηλ.ουσ)
endomorfismo (ουσ αρσ )
endomuscolare (επίθ.)
endoparassita (ουσ αρσ )
endoplasma (ουσ αρσ )
endoreattore (ουσ αρσ )
endoreico (επίθ.)
endoscheletro (ουσ αρσ )
endoscopia (θηλ.ουσ)
endoscopico (επίθ.)
endoscopio (ουσ αρσ )
endosmometro (ουσ αρσ )
endosmosi (θηλ.ουσ)
endostio (ουσ αρσ )
endoteliale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---