Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


endoscopìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [endoskoˈpia]

ενδοσκοπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  endoscheletro endoscopico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

endoparassita (ουσ αρσ )
endoplasma (ουσ αρσ )
endoreattore (ουσ αρσ )
endoreico (επίθ.)
endoscheletro (ουσ αρσ )
endoscopia (θηλ.ουσ)
endoscopico (επίθ.)
endoscopio (ουσ αρσ )
endosmometro (ουσ αρσ )
endosmosi (θηλ.ουσ)
endostio (ουσ αρσ )
endoteliale (επίθ.)
endotelio (ουσ αρσ )
endotermico (επίθ.)
endovenosa (θηλ.ουσ)
endovenoso (επίθ.)
Eneide (κύρ.όν. θηλ.)
energetico (αρσ. επίθ και ουσ)
energia (θηλ.ουσ)
energico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---