Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


endovenóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [endoveˈnoso], [endoveˈnozo]

ενδοφλέβιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  endovenosa Eneide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

endostio (ουσ αρσ )
endoteliale (επίθ.)
endotelio (ουσ αρσ )
endotermico (επίθ.)
endovenosa (θηλ.ουσ)
endovenoso (επίθ.)
Eneide (κύρ.όν. θηλ.)
energetico (αρσ. επίθ και ουσ)
energia (θηλ.ουσ)
energico (επίθ.)
energumeno (ουσ αρσ )
enervare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
enfasi (θηλ.ουσ)
enfatico (επίθ.)
enfatizzare (ρ. μτβ.)
enfiagione (θηλ.ουσ)
enfiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
enfiarsi (ρ.μ. (αντων.))
enfio (επίθ.)
enfisema (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---