Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


energùmeno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [enerˈgumeno]

1 ευέξαπτος άνθρωπος
2 στρίγκλα
3 καβγατζού
4 μέγαιρα
5 ενεργούμενο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  energico enervare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

endovenoso (επίθ.)
Eneide (κύρ.όν. θηλ.)
energetico (αρσ. επίθ και ουσ)
energia (θηλ.ουσ)
energico (επίθ.)
energumeno (ουσ αρσ )
enervare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
enfasi (θηλ.ουσ)
enfatico (επίθ.)
enfatizzare (ρ. μτβ.)
enfiagione (θηλ.ουσ)
enfiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
enfiarsi (ρ.μ. (αντων.))
enfio (επίθ.)
enfisema (ουσ αρσ )
enfisematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
enfiteusi (θηλ.ουσ)
enfiteutico (επίθ.)
engagé (επίθ.)
enigma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---