Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόenergùmeno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [enerˈgumeno] 1 ευέξαπτος άνθρωπος 2 στρίγκλα 3 καβγατζού 4 μέγαιρα 5 ενεργούμενο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |