Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόènfasi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛnfazi] 1 επισήμανση 2 έμφαση 3 μεγαλαυχία 4 στόμφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |