Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


enfiagióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [enfjaˈʤone]

1 πρήξιμο
2 φλεγμονή
3 φούσκωμα
4 διόγκωση
5 εξόγκωμα
6 εξόγκωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  enfatizzare enfiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

energumeno (ουσ αρσ )
enervare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
enfasi (θηλ.ουσ)
enfatico (επίθ.)
enfatizzare (ρ. μτβ.)
enfiagione (θηλ.ουσ)
enfiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
enfiarsi (ρ.μ. (αντων.))
enfio (επίθ.)
enfisema (ουσ αρσ )
enfisematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
enfiteusi (θηλ.ουσ)
enfiteutico (επίθ.)
engagé (επίθ.)
enigma (ουσ αρσ )
enigmatico (επίθ.)
enigmista (ουσ αρσ και θηλ.)
enigmistica (θηλ.ουσ)
enigmistico (επίθ.)
ennagono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---