Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόenfiagióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [enfjaˈʤone] 1 πρήξιμο 2 φλεγμονή 3 φούσκωμα 4 διόγκωση 5 εξόγκωμα 6 εξόγκωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |