Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


enigmìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [enigˈmista]

αινιγματογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  enigmatico enigmistica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

enfiteusi (θηλ.ουσ)
enfiteutico (επίθ.)
engagé (επίθ.)
enigma (ουσ αρσ )
enigmatico (επίθ.)
enigmista (ουσ αρσ και θηλ.)
enigmistica (θηλ.ουσ)
enigmistico (επίθ.)
ennagono (ουσ αρσ )
ennesimo (επίθ.)
enocianina (θηλ.ουσ)
enofilo (ουσ αρσ )
enofilo (επίθ.)
enologia (θηλ.ουσ)
enologico (επίθ.)
enologo (ουσ αρσ )
enometro (ουσ αρσ )
enopolio (ουσ αρσ )
enorme (επίθ.)
enormemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---