Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόenopòlio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [enoˈpɔljo] 1 οινοπωλείο 2 συνεταιριστική κάβα πώλησης κρασιών συνεταιρισμών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |