Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόenergètico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [enerˈʤɛtiko] 1 ενεργητικός 2 ο της ενέργειας 3 ενεργειακός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |