Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


energìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [enerˈʤia]

η ενέργεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  energetico energico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


energia [θηλ.] nucleare = η ατομική ενέργεια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

endotermico (επίθ.)
endovenosa (θηλ.ουσ)
endovenoso (επίθ.)
Eneide (κύρ.όν. θηλ.)
energetico (αρσ. επίθ και ουσ)
energia (θηλ.ουσ)
energico (επίθ.)
energumeno (ουσ αρσ )
enervare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
enfasi (θηλ.ουσ)
enfatico (επίθ.)
enfatizzare (ρ. μτβ.)
enfiagione (θηλ.ουσ)
enfiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
enfiarsi (ρ.μ. (αντων.))
enfio (επίθ.)
enfisema (ουσ αρσ )
enfisematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
enfiteusi (θηλ.ουσ)
enfiteutico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---