Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


endodèrma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [endoˈdɛrma]

1 ενδοδερμίδα
2 ενδόδερμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  endocrinologo endogamia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

endocranico (επίθ.)
endocranio (ουσ αρσ )
endocrino (επίθ.)
endocrinologia (θηλ.ουσ)
endocrinologo (ουσ αρσ )
endoderma (ουσ αρσ )
endogamia (θηλ.ουσ)
endogamo (επίθ.)
endogenesi (θηλ.ουσ)
endogeno (επίθ.)
endolinfa (θηλ.ουσ)
endometrio (ουσ αρσ )
endometrite (θηλ.ουσ)
endomorfismo (ουσ αρσ )
endomuscolare (επίθ.)
endoparassita (ουσ αρσ )
endoplasma (ουσ αρσ )
endoreattore (ουσ αρσ )
endoreico (επίθ.)
endoscheletro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---