Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


encomiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [enkomjaˈtore]

1 επαινών
2 αινών
3 εγκωμιαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  encomiastico encomio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

enclitica (θηλ.ουσ)
enclitico (επίθ.)
encomiabile (επίθ.)
encomiare (ρ. μτβ.)
encomiastico (επίθ.)
encomiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
encomio (ουσ αρσ )
endecagono (ουσ αρσ )
endecasillabo (ουσ αρσ )
endecasillabo (επίθ.)
endemia (θηλ.ουσ)
endemicità (θηλ.ουσ)
endemico (επίθ.)
endiadi (θηλ.ουσ)
endice (ουσ αρσ )
endocardico (επίθ.)
endocardio (ουσ αρσ )
endocardite (θηλ.ουσ)
endocarpo (ουσ αρσ )
endocellulare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---