Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


enciclopedìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [enʧiklopeˈdizmo]

εγκυκλοπαιδισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  enciclopedico enciclopedista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

encefaloide (επίθ.)
enciclica (θηλ.ουσ)
enciclico (επίθ.)
enciclopedia (θηλ.ουσ)
enciclopedico (αρσ. επίθ και ουσ)
enciclopedismo (ουσ αρσ )
enciclopedista (ουσ αρσ και θηλ.)
enclave (θηλ.ουσ)
enclisi (θηλ.ουσ)
enclitica (θηλ.ουσ)
enclitico (επίθ.)
encomiabile (επίθ.)
encomiare (ρ. μτβ.)
encomiastico (επίθ.)
encomiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
encomio (ουσ αρσ )
endecagono (ουσ αρσ )
endecasillabo (ουσ αρσ )
endecasillabo (επίθ.)
endemia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---