ItalianoGreco


èmulo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛmulo]

1 διάταξη εξομοίωσης
2 αντίπαλος
3 μιμητής
4 εξομοιωτής

èmulo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛmulo]

1 αντίπαλος
2 φιλόδοξος
3 μιμητής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---