ItalianoGreco


empìrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emˈpiriko]

1 κομπογιαννίτης
2 εμπειρικός επαγγελματίας

empìrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [emˈpiriko]

εμπειρικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---