Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


empiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [empiˈmento]

1 πλήρωση
2 γέμισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  empietà empio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

empiamente (επίρ.)
empiastro (ουσ αρσ )
empiema (ουσ αρσ )
empiere (ρ. μτβ.)
empietà (θηλ.ουσ)
empimento (ουσ αρσ )
empio (επίθ.)
empire (ρ. μτβ.)
empirsi (ρ.μ. (αντων.))
empireo (αρσ. επίθ και ουσ)
empirico (ουσ αρσ )
empirico (επίθ.)
empirismo (ουσ αρσ )
empirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
empiristico (επίθ.)
empito (επίθ.)
emporio (ουσ αρσ )
emù (ουσ αρσ )
emulare (ρ. μτβ.)
emulativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---