Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόempirìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [empiˈrizmo] 1 αισθησιαρχία 2 εμπειριοκρατία 3 εμπειρικισμός 4 εμπειρισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |