Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


empìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [emˈpire]

1 γιομόζω
2 πληρώ
3 συρρέω
4 γεμίζω συμπιέζοντας
5 δημιουργώ πληρότητα
6 φουλάρω
7 γίνομαι πλήρης
8 γεμίζω
9 γιομίζω
10 συμπιέζω
11 συνωθώ
12 γεμίζω με κόσμο

empirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [emˈpirsi]

1 συνωθούμαι
2 συνωστίζομαι
3 γεμίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  empio empireo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

empiema (ουσ αρσ )
empiere (ρ. μτβ.)
empietà (θηλ.ουσ)
empimento (ουσ αρσ )
empio (επίθ.)
empire (ρ. μτβ.)
empirsi (ρ.μ. (αντων.))
empireo (αρσ. επίθ και ουσ)
empirico (ουσ αρσ )
empirico (επίθ.)
empirismo (ουσ αρσ )
empirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
empiristico (επίθ.)
empito (επίθ.)
emporio (ουσ αρσ )
emù (ουσ αρσ )
emulare (ρ. μτβ.)
emulativo (επίθ.)
emulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
emulazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---