Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


émpio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈempjo]

1 ανάλγητος
2 σκληρός
3 αιμοβόρος
4 ανελέητος
5 άθρησκος
6 ασεβής
7 αθεόφοβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  empimento empire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

empiastro (ουσ αρσ )
empiema (ουσ αρσ )
empiere (ρ. μτβ.)
empietà (θηλ.ουσ)
empimento (ουσ αρσ )
empio (επίθ.)
empire (ρ. μτβ.)
empirsi (ρ.μ. (αντων.))
empireo (αρσ. επίθ και ουσ)
empirico (ουσ αρσ )
empirico (επίθ.)
empirismo (ουσ αρσ )
empirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
empiristico (επίθ.)
empito (επίθ.)
emporio (ουσ αρσ )
emù (ουσ αρσ )
emulare (ρ. μτβ.)
emulativo (επίθ.)
emulatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---