ItalianoGreco


emotìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emoˈtivo]

1 συναισθηματικός άνθρωπος
2 αισθηματίας

emotìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [emoˈtivo]

ευσυγκίνητος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---