Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emotìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emoˈtivo]

1 συναισθηματικός άνθρωπος
2 αισθηματίας

emotìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [emoˈtivo]

ευσυγκίνητος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emotività emottisi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emoscopico (επίθ.)
emostasi (θηλ.ουσ)
emostatico (επίθ.)
emoteca (θηλ.ουσ)
emotività (θηλ.ουσ)
emotivo (ουσ αρσ )
emotivo (επίθ.)
emottisi (θηλ.ουσ)
emottoico (αρσ. επίθ και ουσ)
emozionabile (επίθ.)
emozionale (επίθ.)
emozionante (επίθ.)
emozionare (ρ. μτβ.)
emozionarsi (ρ.μ. (αντων.))
emozionato (επίθ.)
emozione (θηλ.ουσ)
empiamente (επίρ.)
empiastro (ουσ αρσ )
empiema (ουσ αρσ )
empiere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---