Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emoscopico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [emoˈskɔpiko]

ο της εξέτασης αίματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emoscopia emostasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emorragico (επίθ.)
emorroidale (επίθ.)
emorroidario (αρσ. επίθ και ουσ)
emorroidi (θηλ. ουσ πληθ.)
emoscopia (θηλ.ουσ)
emoscopico (επίθ.)
emostasi (θηλ.ουσ)
emostatico (επίθ.)
emoteca (θηλ.ουσ)
emotività (θηλ.ουσ)
emotivo (ουσ αρσ )
emotivo (επίθ.)
emottisi (θηλ.ουσ)
emottoico (αρσ. επίθ και ουσ)
emozionabile (επίθ.)
emozionale (επίθ.)
emozionante (επίθ.)
emozionare (ρ. μτβ.)
emozionarsi (ρ.μ. (αντων.))
emozionato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---