Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emozionàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [emottsjoˈnabile]

1 ευσυγκίνητος
2 συναισθηματικός
3 ευαίσθητος
4 ευερέθιστος
5 ευσυγκίνητος
6 ευπρόσβλητος
7 ευπαθής
8 εύθικτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emottoico emozionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emotività (θηλ.ουσ)
emotivo (ουσ αρσ )
emotivo (επίθ.)
emottisi (θηλ.ουσ)
emottoico (αρσ. επίθ και ουσ)
emozionabile (επίθ.)
emozionale (επίθ.)
emozionante (επίθ.)
emozionare (ρ. μτβ.)
emozionarsi (ρ.μ. (αντων.))
emozionato (επίθ.)
emozione (θηλ.ουσ)
empiamente (επίρ.)
empiastro (ουσ αρσ )
empiema (ουσ αρσ )
empiere (ρ. μτβ.)
empietà (θηλ.ουσ)
empimento (ουσ αρσ )
empio (επίθ.)
empire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---