Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emotività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [emotiviˈta]

1 συναισθηματικότητα
2 ευαισθησία
3 συναισθηματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emoteca emotivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emoscopia (θηλ.ουσ)
emoscopico (επίθ.)
emostasi (θηλ.ουσ)
emostatico (επίθ.)
emoteca (θηλ.ουσ)
emotività (θηλ.ουσ)
emotivo (ουσ αρσ )
emotivo (επίθ.)
emottisi (θηλ.ουσ)
emottoico (αρσ. επίθ και ουσ)
emozionabile (επίθ.)
emozionale (επίθ.)
emozionante (επίθ.)
emozionare (ρ. μτβ.)
emozionarsi (ρ.μ. (αντων.))
emozionato (επίθ.)
emozione (θηλ.ουσ)
empiamente (επίρ.)
empiastro (ουσ αρσ )
empiema (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---