Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emozionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [emottsjoˈnare]

1 μαγεύω
2 σαγηνεύω
3 καταγοητεύω
4 εντυπωσιάζω
5 διεγείρω
6 συγκινώ
7 συναρπάζω

emozionarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [emottsjoˈnarsi]

συνγκνούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emozionante emozionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emottisi (θηλ.ουσ)
emottoico (αρσ. επίθ και ουσ)
emozionabile (επίθ.)
emozionale (επίθ.)
emozionante (επίθ.)
emozionare (ρ. μτβ.)
emozionarsi (ρ.μ. (αντων.))
emozionato (επίθ.)
emozione (θηλ.ουσ)
empiamente (επίρ.)
empiastro (ουσ αρσ )
empiema (ουσ αρσ )
empiere (ρ. μτβ.)
empietà (θηλ.ουσ)
empimento (ουσ αρσ )
empio (επίθ.)
empire (ρ. μτβ.)
empirsi (ρ.μ. (αντων.))
empireo (αρσ. επίθ και ουσ)
empirico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---