Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emorràgico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [emorˈraʤiko]

αιμορραγικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emorragia emorroidale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emometria (θηλ.ουσ)
emometro (ουσ αρσ )
emopoiesi (θηλ.ουσ)
emopoietico (επίθ.)
emorragia (θηλ.ουσ)
emorragico (επίθ.)
emorroidale (επίθ.)
emorroidario (αρσ. επίθ και ουσ)
emorroidi (θηλ. ουσ πληθ.)
emoscopia (θηλ.ουσ)
emoscopico (επίθ.)
emostasi (θηλ.ουσ)
emostatico (επίθ.)
emoteca (θηλ.ουσ)
emotività (θηλ.ουσ)
emotivo (ουσ αρσ )
emotivo (επίθ.)
emottisi (θηλ.ουσ)
emottoico (αρσ. επίθ και ουσ)
emozionabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---