Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emopoiètico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [emopoˈjɛtiko]

1 αιματοποιητικός (χρησιμοποίησε καλύτερα το ematopoietico)
2 αιμοποιητικός (χρησιμοποίησε καλύτερα το ematopoietico)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emopoiesi emorragia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emolliente (επίθ.)
emolumento (ουσ αρσ )
emometria (θηλ.ουσ)
emometro (ουσ αρσ )
emopoiesi (θηλ.ουσ)
emopoietico (επίθ.)
emorragia (θηλ.ουσ)
emorragico (επίθ.)
emorroidale (επίθ.)
emorroidario (αρσ. επίθ και ουσ)
emorroidi (θηλ. ουσ πληθ.)
emoscopia (θηλ.ουσ)
emoscopico (επίθ.)
emostasi (θηλ.ουσ)
emostatico (επίθ.)
emoteca (θηλ.ουσ)
emotività (θηλ.ουσ)
emotivo (ουσ αρσ )
emotivo (επίθ.)
emottisi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---