Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emoluménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emoluˈmento]

1 τυχερά (πχ φιλοδωρήματα) πέραν του μισθού
2 μισθός
3 αμοιβή
4 προαιρετική αμοιβή
5 αντιμισθία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emolliente emometria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emoglobinuria (θηλ.ουσ)
emolisi (θηλ.ουσ)
emolisina (θηλ.ουσ)
emolitico (επίθ.)
emolliente (επίθ.)
emolumento (ουσ αρσ )
emometria (θηλ.ουσ)
emometro (ουσ αρσ )
emopoiesi (θηλ.ουσ)
emopoietico (επίθ.)
emorragia (θηλ.ουσ)
emorragico (επίθ.)
emorroidale (επίθ.)
emorroidario (αρσ. επίθ και ουσ)
emorroidi (θηλ. ουσ πληθ.)
emoscopia (θηλ.ουσ)
emoscopico (επίθ.)
emostasi (θηλ.ουσ)
emostatico (επίθ.)
emoteca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---