Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόemopoièsi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [emopoˈjɛzi] 1 αιματοποίηση (χρησιμοποίησε καλύτερα το ematopoiesi) 2 αιμοποίηση (χρησιμοποίησε καλύτερα το ematopoiesi) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |