Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decoràto (επίθ.) decretalìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
decoratóre (αρσ. επίθ και ουσ) decretàre (ρ. μτβ.)
decorazióne (θηλ.ουσ) decretazióne (θηλ.ουσ)
decòro (ουσ αρσ ) decréto (ουσ αρσ )
decorosaménte (επίρ.) decriminalizzàre (ρ. μτβ.)
decoróso (επίθ.) decriminalizzazióne (θηλ.ουσ)
decorrènza (θηλ.ουσ) decriptàre (ρ. μτβ.)
decórrere (ρ.αμτβ.) decriptazióne (θηλ.ουσ)
decórso (ουσ αρσ ) decrittàre (ρ. μτβ.)
decórso (επίθ.) decrittatóre (ουσ αρσ )
decorticàre (ρ. μτβ.) decrittazióne (θηλ.ουσ)
decorticatrìce (θηλ.ουσ) decùbito (ουσ αρσ )
decorticazióne (θηλ.ουσ) deculturare (ρ. μτβ.)
decozióne (θηλ.ουσ) deculturazióne (θηλ.ουσ)
decreménto (ουσ αρσ ) decumàno (ουσ αρσ )
decrepitàre (ρ.αμτβ.) decumàno (επίθ.)
decrepitazióne (θηλ.ουσ) decuplicàre (ρ. μτβ.)
decrepitézza (θηλ.ουσ) dècuplo (ουσ αρσ )
decrèpito (επίθ.) dècuplo (επίθ.)
decrescèndo (επίρ.) decùria (θηλ.ουσ)
decrescènte (επίθ.) decurióne (ουσ αρσ )
decrescènza (θηλ.ουσ) decurtàre (ρ. μτβ.)
decréscere (ρ.αμτβ.) decurtazióne (θηλ.ουσ)
decresciménto (ουσ αρσ ) decussàto (επίθ.)
decretàle (θηλ.ουσ) dedàleo, dedalèo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: