Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decùbito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈkubito]

κατάκλιση παρατεταμένη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decrittazione deculturare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decriptare (ρ. μτβ.)
decriptazione (θηλ.ουσ)
decrittare (ρ. μτβ.)
decrittatore (ουσ αρσ )
decrittazione (θηλ.ουσ)
decubito (ουσ αρσ )
deculturare (ρ. μτβ.)
deculturazione (θηλ.ουσ)
decumano (ουσ αρσ )
decumano (επίθ.)
decuplicare (ρ. μτβ.)
decuplo (ουσ αρσ )
decuplo (επίθ.)
decuria (θηλ.ουσ)
decurione (ουσ αρσ )
decurtare (ρ. μτβ.)
decurtazione (θηλ.ουσ)
decussato (επίθ.)
dedaleo (επίθ.)
dedalo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---