Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdècuplo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛkuplo] 1 δεκαπλός 2 δεκαπλάσιος dècuplo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛkuplo] 1 δεκαπλός 2 δεκαπλάσιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |