Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecurtazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dekurtatˈtsjone] 1 περιορισμός 2 ψαλίδισμα 3 μείωση 4 περικοπή 5 κουτσούρεμα 6 ελάττωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |