Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decurtàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dekurˈtare]

1 κάνω οικονομίες
2 εξοικονομώ
3 κόβω
4 περικόπτω δαπάνες
5 περικόπτω
6 ελαττώνω
7 ελαχιστοποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decurione decurtazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decuplicare (ρ. μτβ.)
decuplo (ουσ αρσ )
decuplo (επίθ.)
decuria (θηλ.ουσ)
decurione (ουσ αρσ )
decurtare (ρ. μτβ.)
decurtazione (θηλ.ουσ)
decussato (επίθ.)
dedaleo (επίθ.)
dedalo (ουσ αρσ )
dedica (θηλ.ουσ)
dedicare (ρ. μτβ.)
dedicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dedicatario (ουσ αρσ )
dedicatoria (θηλ.ουσ)
dedicatorio (επίθ.)
dedicazione (θηλ.ουσ)
dedito (επίθ.)
dedizione (θηλ.ουσ)
dedotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---