Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecurtàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dekurˈtare] 1 κάνω οικονομίες 2 εξοικονομώ 3 κόβω 4 περικόπτω δαπάνες 5 περικόπτω 6 ελαττώνω 7 ελαχιστοποιώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |