Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dedicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dediˈkare]

αφιερώνω

dedicàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dediˈkarsi]

1 προσηλώνομαι
2 συγκεντρώνομαι
3 αφιερώνομαι
4 αφοσιώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dedica dedicatario  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dedicarsi anima e corpo = πέφτω με τα μούτρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decurtazione (θηλ.ουσ)
decussato (επίθ.)
dedaleo (επίθ.)
dedalo (ουσ αρσ )
dedica (θηλ.ουσ)
dedicare (ρ. μτβ.)
dedicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dedicatario (ουσ αρσ )
dedicatoria (θηλ.ουσ)
dedicatorio (επίθ.)
dedicazione (θηλ.ουσ)
dedito (επίθ.)
dedizione (θηλ.ουσ)
dedotto (επίθ.)
deducibile (επίθ.)
dedurre (ρ. μτβ.)
deduttivo (επίθ.)
deduzione (θηλ.ουσ)
deetanizzatore (ουσ αρσ )
defaillance (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---