ItalianoGreco


défaillance  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [defaˈjans]

1 λιποθυμία
2 αδυναμία
3 κατάρρευση σωματική ή ψυχική
4 ηθική ή σωματική κατάπτωση ή υποχώρηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---