Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


defatigàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [defatiˈgare]

1 ξεγοφιάζομαι
2 μπαφιάζω
3 μεσοκόβω
4 ξεβιδώνομαι
5 καταπονώ
6 κοπιάζω
7 καταπονούμαι
8 απαυδώ
9 αποκάμνω
10 κουράζω
11 κουράζομαι
12 απαυδίζω
13 αποκάνω
14 αποσταίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  defatigante defecare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

defalcare (ρ. μτβ.)
defalcazione (θηλ.ουσ)
defascistizzare (ρ. μτβ.)
defaticamento (ουσ αρσ )
defatigante (επίθ.)
defatigare (ρ. μτβ.)
defecare (ρ.αμτβ.)
defecare (ρ. μτβ.)
defecazione (θηλ.ουσ)
defenestrare (ρ. μτβ.)
defenestrazione (θηλ.ουσ)
defensionale (επίθ.)
deferente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deferenza (θηλ.ουσ)
deferimento (ουσ αρσ )
deferire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
defettibile (επίθ.)
defezionare (ρ.αμτβ.)
defezione (θηλ.ουσ)
defibrillazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---