defatigàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [defatiˈgare]
1 ξεγοφιάζομαι
2 μπαφιάζω
3 μεσοκόβω
4 ξεβιδώνομαι
5 καταπονώ
6 κοπιάζω
7 καταπονούμαι
8 απαυδώ
9 αποκάμνω
10 κουράζω
11 κουράζομαι
12 απαυδίζω
13 αποκάνω
14 αποσταίνω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [defatiˈgare]
1 ξεγοφιάζομαι
2 μπαφιάζω
3 μεσοκόβω
4 ξεβιδώνομαι
5 καταπονώ
6 κοπιάζω
7 καταπονούμαι
8 απαυδώ
9 αποκάμνω
10 κουράζω
11 κουράζομαι
12 απαυδίζω
13 αποκάνω
14 αποσταίνω
permalink
defatigare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android