Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


defalcazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [defalkatˈtsjone]

1 περικοπή
2 κόψιμο
3 μείωση
4 αφαίρεση
5 παρακράτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  defalcare defascistizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deduttivo (επίθ.)
deduzione (θηλ.ουσ)
deetanizzatore (ουσ αρσ )
defaillance (θηλ.ουσ)
defalcare (ρ. μτβ.)
defalcazione (θηλ.ουσ)
defascistizzare (ρ. μτβ.)
defaticamento (ουσ αρσ )
defatigante (επίθ.)
defatigare (ρ. μτβ.)
defecare (ρ.αμτβ.)
defecare (ρ. μτβ.)
defecazione (θηλ.ουσ)
defenestrare (ρ. μτβ.)
defenestrazione (θηλ.ουσ)
defensionale (επίθ.)
deferente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deferenza (θηλ.ουσ)
deferimento (ουσ αρσ )
deferire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---