Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdefalcazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [defalkatˈtsjone] 1 περικοπή 2 κόψιμο 3 μείωση 4 αφαίρεση 5 παρακράτηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |