Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdefenestrazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [defenestratˈtsjone] 1 απόλυση από αξίωμα 2 εκπαραθύρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |