Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeficiènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [defiˈʧɛnte] ο ηλίθιος (-α) deficiènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [defiˈʧɛnte] ελλιπής (-ής, -ές) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |