Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdefilaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [defilaˈmento] 1 πέρασμα από την πρύμη 2 προστασία μαχομένων από εδαφικές διαμορφώσεις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |