Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


defilaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [defilaˈmento]

1 πέρασμα από την πρύμη
2 προστασία μαχομένων από εδαφικές διαμορφώσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deficitario defilé  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deficiente (ουσ αρσ )
deficiente (επίθ.)
deficienza (θηλ.ουσ)
deficit (ουσ αρσ )
deficitario (επίθ.)
defilamento (ουσ αρσ )
defilé (ουσ αρσ )
definibile (επίθ.)
definire (ρ. μτβ.)
definitezza (θηλ.ουσ)
definitivamente (επίρ.)
definitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
definito (επίθ.)
definitore (αρσ. επίθ και ουσ)
definizione (θηλ.ουσ)
deflagrante (επίθ.)
deflagrare (ρ.αμτβ.)
deflagrazione (θηλ.ουσ)
deflatorio (επίθ.)
deflazionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---