Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


definizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [definitˈtsjone]

ο ορισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  definitore deflagrante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

definitezza (θηλ.ουσ)
definitivamente (επίρ.)
definitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
definito (επίθ.)
definitore (αρσ. επίθ και ουσ)
definizione (θηλ.ουσ)
deflagrante (επίθ.)
deflagrare (ρ.αμτβ.)
deflagrazione (θηλ.ουσ)
deflatorio (επίθ.)
deflazionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deflazione (θηλ.ουσ)
deflazionistico (επίθ.)
deflemmare (ρ. μτβ.)
deflemmatore (ουσ αρσ )
deflemmazione (θηλ.ουσ)
deflessione (θηλ.ουσ)
deflettere (ρ.αμτβ.)
deflettore (ουσ αρσ )
deflorazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---