Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeflorazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [defloratˈtsjone] 1 διακόρευση 2 ξεπαρθένεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |