Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


defogliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [defoʎˈʎare]

1 μαδώ
2 αφαιρώ φύλλα
3 αποφυλλώνω
4 αποφυλλίζω φυτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  defogliante defogliazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deflorazione (θηλ.ουσ)
defluente (επίθ.)
defluire (ρ.αμτβ.)
deflusso (ουσ αρσ )
defogliante (αρσ. επίθ και ουσ)
defogliare (ρ. μτβ.)
defogliazione (θηλ.ουσ)
defoliante (αρσ. επίθ και ουσ)
defoliare (ρ. μτβ.)
deforestazione (θηλ.ουσ)
deformabile (επίθ.)
deformabilità (θηλ.ουσ)
deformante (επίθ.)
deformare (ρ. μτβ.)
deformarsi (ρ. μ. αμτβ.)
deformazione (θηλ.ουσ)
deforme (αρσ. επίθ και ουσ)
deformità (θηλ.ουσ)
defosforare (ρ. μτβ.)
defosforazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---