Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeflùsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deˈflusso] 1 εκροή 2 ανάρρους 3 άμπωτη 4 ροή 5 φυρονεριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |