Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeformazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [deformatˈtsjone] 1 διαστροφή 2 διάστρεμμα 3 εξάρθρωση 4 τέντωμα 5 στρέβλωση 6 δυσμορφία 7 διαστρέβλωση 8 ξεφορμάρισμα 9 παραμόρφωση 10 παραποίηση 11 αλλοίωση 12 στράβωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |