Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


defraudatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [defrawdaˈtore]

1 τσαρλατάνος
2 κομπογιαννίτης
3 αγύρτης
4 αεριτζής
5 θεομπαίχτης
6 απατεώνας
7 κομπιναδόρος
8 καλπουζάνης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  defraudare defraudazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deforme (αρσ. επίθ και ουσ)
deformità (θηλ.ουσ)
defosforare (ρ. μτβ.)
defosforazione (θηλ.ουσ)
defraudare (ρ. μτβ.)
defraudatore (αρσ. επίθ και ουσ)
defraudazione (θηλ.ουσ)
defunto (ουσ αρσ )
defunto (επίθ.)
degasamento (ουσ αρσ )
degasare (ρ. μτβ.)
degassificare (ρ. μτβ.)
degassificatore (ουσ αρσ )
degassificazione (θηλ.ουσ)
degenerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
degenerativo (επίθ.)
degenerato (αρσ. επίθ και ουσ)
degenerazione (θηλ.ουσ)
degenere (επίθ.)
degente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---