ItalianoGreco


degènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deˈʤɛnte]

η/ο νοσηλευόμενος

degènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deˈʤɛnte]

1 κρεβατωμένος
2 κατάκοιτος
3 κλινήρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---