Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


degènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deˈʤɛnte]

η/ο νοσηλευόμενος

degènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deˈʤɛnte]

1 κρεβατωμένος
2 κατάκοιτος
3 κλινήρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  degenere degenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

degenerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
degenerativo (επίθ.)
degenerato (αρσ. επίθ και ουσ)
degenerazione (θηλ.ουσ)
degenere (επίθ.)
degente (ουσ αρσ και θηλ.)
degente (επίθ.)
degenza (θηλ.ουσ)
deglutire (ρ. μτβ.)
deglutizione (θηλ.ουσ)
degnarsi (ρ.μ. (αντων.))
degnazione (θηλ.ουσ)
degno (επίθ.)
degradabile (επίθ.)
degradabilità (θηλ.ουσ)
degradante (επίθ.)
degradare (ρ. μτβ.)
degradarsi (ρ.μ. (αντων.))
degradazione (θηλ.ουσ)
degrado (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---